- καταστείβω
- καταστείβω (Α)1. πατώντας κατατρίβω, καταστρέφω, συνθλίβω με τα πόδια κάτι, καταπατώ κάτι2. πατώ κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στείβω «πατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστείβοισι — καταστείβω tread down pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) καταστείβω tread down pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστείβουσιν — καταστείβω tread down pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστείβω tread down pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέστειβε — καταστείβω tread down imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέστειψας — καταστείβω tread down aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)